ἀκόσιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκόσιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκόσιστος ἐπίθ. Ἤπ. Μακεδ. (Βογατσ.) κ.ἀ. -Λεξ. Κομ. Λάουνδ. Λεγρ. -ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 18
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κοσιστός<κοσίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ διὰ κόσας, ἤτοι δρεπάνου κεκομμένος, ἀδρεπάνιστος ἔνθ’ ἀν. : ᾿Ακόσιστο χορτάρι ᾽'Ηπ. || Ποίημ. ᾿Αδράσσει ὁ ἥλιˬος ὁ ἁψὺς τ᾿ ἀκόσιστο χορτάρι ΙΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA