ἀκουσμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουσμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκουσμὸς ὁ, Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.) κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀκούω.
Σημασιολογία
Φήμη, διάδοσις περὶ τίνος ἔνδ’ ἀν. : Εἶd’ ἀκουσμὸς ἦτον εὐτός! Ὅλος ὁ κόσμος τὸ ξέρει ! ᾿Απύρανθ. || Ἆσμ. Νὰ βγῇ ἀκουσμὸς ’ς τὰ χωριˬά, διˬαλαλημὸς ᾿ς τὴ χώρα Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA