ἄκρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄκρα ἡ, κοιν. καὶ ᾿Απουλ. Καππ. (᾿Αραβάν. Σίλατ. Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. ᾿΄Οφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἄgρα ᾿Απουλ. Καλαβρ. νάκρα πολλαχ. ἄκρη σύνηθ. νάκρη Εὔβ. (Κύμ. καὶ ἄκρη) Ἤπ. Καππ. (Σίλατ.) Κύπρ. Ρόδ. ἄκρια Θήρ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Κάρπ. Κρήτ Κύπρ. Λέσβ. Μακεδ. (Βελβ.) Μέγαρ. Νάξ. Πελοπν. (Καλάμ. Λακων.) Σιφν Σῦρ. κ. ἀ. ἄκριˬα Εὔβ. (Κάρυστ. Στρόπον.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Νίσυρ. Πάρ. (Λεῦκ.) Χίος κ᾽. ἀ. ἄκριγιˬα Δαρδαν. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ.(Πάμφιλ) Λῆμν. κ. ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ ἄκρα. Οἱ τύπ. νάκρα καἰ νάκρη ἕνεκα τῆς συνεκφ τοῦ ἄρθρ. ἐν τῇ αἰτιατ. τὴν ἄκραν. Τὸ ἄκρη καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἄκρια καὶ μεσν. Περὶ τοῦ ἀναλογικοῦ σχηματισμοῦ τοῦ τύπ. τούτου κατ᾿ ἄλλα εἰς –ια ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,309.

Σημασιολογία

1) ᾿Αρχὴ καὶ τέλος ἐκτάσεως τινος τοπικῆς ἢ χρονικῆς κοιν. καὶ Καππ. (᾿Αραβάν. Σίλατ. Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): Φρ. Φέρνω τὴν μιˬὰν ἄκρη μὲ τὴν ἄλλη (μόλις κατορθώνω νὰ συντηροῦμαι). Ἄκρες μέσες (ἐπὶ τῶν ἀτελῶς, μὴ ἐξηκριβωμένως ἢ ἀσυναρτήτως λεγόντων ἢ γινωσκόντων τι) κοιν. Ἄκρες λεῖπες ἢ ἄκρες λεῖψες (συνήθως ἐπὶ ἀποθανόντος, ὅστις κατέλιπε μικρὰν περιουσίαν) πολλαχ. Φέρνω τοὶς δυˬὸ ἄκρες ’ς ἕνα μέρος (ἐξοικονομοῦμαι) Θράκ. (Σαρεκκλ.) Ἄκρες λεῖπες τὰ ξέρουμε (οὐχὶ πλήρως, ἀορίστως) Πελοπν. (Κορινθ. || Παροιμ. Τὸ ραβδὶ ἔχει δυˬὸ ἄκρες (δηλ. τὴν μὲν διὰ τὸν κρατοῦντα, τὴν δὲ διὰ τὸν καθ’ οὗ πρόκειται νὰ γίνῃ ἐπίθεσις, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐνδεχόμενον καὶ νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν ράβδον καὶ οὕτω νὰ ἀντιστραφοῦν οἱ ὅροι. ᾽Απάντησις ἀπειλουμένου, μεταφορικῶς δὲ ἐπὶ τοῦ νομίζοντος ἑαυτὸν πλεονεκτοῦντα τοῦ ἀντιπάλου, ἐνῷ εἴναι δυνατὸν νὰ εὑρεθῇ μειονεκτῶν. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,414) πολλαχ. β) Ἡ ἀρχὴ Ἤπ. Κάρπ. Πελοπν. (Μεσσ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) Σύμ. κ. ἀ.: Σκαλώνω τὸ μεσέλ’ ἀσ’ σὴν ἄκραν (ἀρχίζω τὸ παραμύθιον ἀπὸ τὴν ἀρχὴν) Κοτύωρ. || Παροιμ. φρ. Μήτε ἄκρη μήτε τέλος (ἐπὶ πραγμάτων συγκεχυμένων) πολλαχ. Οὔτε ἄκρη οὔτε σῶσι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. || Γνωμ. ᾿Επλάκωσεν ὁ Αὔγουστος, ἡ ἄκρα τοῦ χειμῶνα Κάρπ. (κ. ἀ. ἐν παραλλαγαῖς). γ) Τὸ τέλος, τὸ πέρας (α) Τοπικῶς κοιν. καὶ ᾽Απουλ. Καλαβρ. Καππ. Πόντ. Τσακων.: Ἄκρα τοῦ ἀμπελιˬοῦ- τοῦ δρόμου - τοῦ κόσμου - τοῦ χωραφιˬοῦ - τοῦ χωριˬοῦ κττ. κοιν. Ἡ ἄκρια τοῦ κρεμ-μοῦ (κρημνοῦ) Κύπρ. || Φρ. Κάθομαι ᾿ς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου (εἶμαι ἐντελῶς ἀπομεμακρυσμένος) σύνηθ. ’Σ αὐτὰ τὰ πράματα δὲ βγαί’ ’ς τὴν ἄκρα κἀνένας (δὲν δύναταί τις νὰ φέρῃ εἰς πέρας) Στερελλ.(Αἰτωλ.) || Παροιμ φρ. Δὲ βρίσκει κἀνεὶς τὴν ἄκρα του (ἐπὶ ἐκείνου οὗ ἀδύνατον νὰ κατανοηθοῦν αἱ πραγματικαὶ διαθέσεις καὶ νὰ συνεννοηθῇ τις μετ᾽ αὐτοῦ). Δὲ βρίσκει κἀνεὶς ἄκρη (ἐπὶ συζητήσεως ἄνευ ἀποτελέσματος) σύνηθ. Ὅπου τό βγάλ’ ἡ ἄκρη (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἀβουλίας ἢ ἀπογνώσεως ἐπιχειροῦντός τι ἄνευ προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,413) πολλαχ. Ἄκρη εἶδες, παιδί μου! (δὲν ἐνεβάθυνες εἰς τὰ πράγματα, μόνον τὸ ἄκρον αὐτῶν εἶδες) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 5,51 ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,410. ᾿΄Εφτασε ’ς τὴν ἄκρη (ἐπὶ οἰνοφλύγων) Πελοπν.(Λακων.) Τὸν ἔχω ᾿ς τὴν ἄκριˬα τοῦ ραβδιˬοῦ μου (συνών. φρ. δὲν τὸν λογαριˬάζω, δὲν τὸν ψηφῶ) Πελοπν (Λάκων) || Παροιμ. ᾿Απ᾿ ἄκρη χωραφιˬοῦ κι ἀπ’ ἀχλαδούρα μέση (ἐνν. τοῦ ἔδωσε. Διὰ τὸ ἀχλαδούρα ἰδ. ἀκλαδούρα. ᾿Επὶ τοῦ ἀδικοῦντος κατὰ τὴν διανομὴν τῆς πατρικῆς κληρονομίας, ὅστις παραχωρεῖ εἰς τοὺς ἄλλους κληρονόμους τὰ χείριστα τῶν κτημάτων κρατῶν αὐτὸς τὰ ἄριστα) Πελοπν. (Πύργ.) ’Σ τὴν ἄκρη σκάει ἡ σφεντόνα (πολλὰ ἀπροσδόκητα συμβαίνουν κατὰ τὸ τέλος πράξεώς τινος ἢ τὰ ἀποτελέσματα ἀθορύβου ἐργασίας ἀναφαίνονται κατὰ τὸ πέρας αὐτῆς) Κεφαλλ. Πύργ. κ. ἀ. Ἄκρην ηὕρηκεν ὁ στραβός, | μήτε πίσω μήτ᾿ ὀμπρὸς (ἐπὶ τοῦ ἐξ ὀκνηρίας μὴ περαίνοντος ἔργον τι καὶ πρόφασιν φέροντος διάφορα κωλύματα) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. || Ἄσμ. ᾽Εμπῆκα ᾿ς τὸ σοκάκι σου κι ὅσο νὰ βρῶ τὴν ἄκρη, ἐσάπη τὸ μαντήλι μου σφογγίζοντας τὸ δάκρυ Ἤπ. Σύρτε νὰ τὰ μεράσετε τ᾿ ἀμπελοχώραφά σας, ἀπὸ τὲς ἄκρες δῶσε του κι ἀπὸ τὰ παλα͜ιοπύργιˬα Passow 348 Θεέ, ποῦ νάκραν δὲν ἐεις ποτ-τὲ ᾿ς τὴν καλωσύνην Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄκρα Κάρπ. Σῦρ. ᾿΄Ακρες Κάρπ. Σῦρ. ᾿Ακράδες Κύπρ. ᾿Απάνω Ἄκρια Κρήτ. Κάτω Ἄκρια Κρήτ (β) Χρονικῶς σύνηθ. : Ἄκρη καιροῦ (τὸ τέλος τῆς ἐποχῆς, ὅταν λ. χ. ζητῇ τις σταφυλὰς κατὰ Δεκέμβριον, ὁπότε εἶναι σπάνιαι, λαμβάνει ὡς ἀπάντησιν τὴν ἀνωτέρω φρ.) σύνηθ. Ἄκρια τῆς ἑβδομάδας Σῦρ. Ἄκρια τοῦ Δεκεμβριˬοῦ Σίφν. 2) Ἡ ἀκτή, παραλία πολλαχ. καὶ Πόντ (Κοτύωρ): ᾽Αρμενίζω ἄκρη ἄκρη πολλαχ. θάλασσας ἄκρα Κοτύωρ. || Ἆσμ. ᾿Ξήντα καράβιˬα βούλιˬαξαν κ᾿ ἱξήντα δυˬὸ βαρκοῦλλις, γιˬόμουσαν οἱ θάλασσις παννιˬὰ κ’ οἱ ἄκρις παλληκάριˬα Μακεδ. (Φλόριν.) 3) Ἡ ὄχθῃ τοῦ ποταμοῦ Θεσσ. (Ζαγορ.) Πόντ. (Κερασ) κ. ἀ.: Ἄκρη μ᾽ ἄκρη ἧρτε τὸ ποτάμι (πλῆρες ἀπὸ τῆς μιᾶς ὄχθης εἰς τὴν ἄλλην) Ζαγορ. ΙΙ Ἆσμ. Ἔχτισα τὴ φωλίτσα μου ᾿ς σῆ ποταμί’ τὴν ἄκραν Πόντ. β) Ἔδαφος παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ καλιεργούμενον, ἀλλ᾿ εἰσέτι περιέχον ὕδατα Καλαβρ. 4) Ἡ γωνία σύνηθ. : Τὸ ἔρριξε σὲ μιˬὰν ἄκρα τοῦ δωματίου. ᾽Εζάρωσε σὲ μιˬὰν ἄκρα. Βλέπω μὲ τὴν ἄκρα τοῦ ματιˬοῦ σύνηθ. || Ἆσμ. Κάτσε, καλέ, ᾿ς τὴ ἄκρα σου νὰ μὴ σὲ φάῃ τὸ φίδι Ἤπ. 5) Τὸ ἀκραῖον τεμάχιον ἄρτου ἢ γλυκύσματος Θεσσ. (Ζαγορ.) Κέρκ. Μακεδ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.): ᾿Εγὼ ἀγαπῶ τοὶς ἄκρες Ζαγορ. Θέλου ἄκρα ᾽Αρτοτ. 6) Ἡ ἀκμή, ἡ κορυφὴ Καππ. (Φάρασ.) 7) Τὸ ἄκρον ἄωτον Εὔβ. (Στρόπον.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Καλὲ Θεέ, πῶς ἐνεμοκεφάλισεν αὐτὴ ἡ κόρη, ποῦ ἦτον ἡ ἄκριˬα τῆς γνῶσις ; ᾽Απύρανθ. ΙΙ Φρ. Ἡ ἄκρα τοῦ διˬαόλου (ἐπὶ κυνός, ὁ ὁποῖος προξενεῖ ζημίας) Στρόπον

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/