ἀκρούμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρούμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκρούμι τό, Δαρδαν. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Σῦρ. κ.ἀ.-Λεξ. Βυζ. ἀκρούμ’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. κροῦμα=κτύπημα. Πβ. ἄκρουστος 1γ καὶ τὸν λόγ. κοιν. ὅρον τῆς ἰατρικῆς κροῦσμα.
Σημασιολογία
1)Νόσος παιδικὴ παρουσιάζουσα συμπτώματα ἀναισθησίας, σπασμῶν καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ χρώματος τοῦ δέρματος καθισταμένου μελανοῦ Δαρδαν. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Σῦρ. κ.ἀ.-Λεξ. Βυζ. Τό ’πιασε πάλι τὸ ἀκρούμι Σῦρ. Πέθανε ἀπὸ ἀκρούμι αὐτόθ. 2)Νόσος τοῦ στόματος προξενοῦσα τὴν σῆψιν καὶ πτῶσιν τῶν ὀδόντων Θρᾴκ. (Μάδυτ.): Νὰ βγά’ τοὺ στόμα τ’ς ἀκρούμ’! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA