ἄλλαγα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄλλαγα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄλλαγα ἐπίρρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω.
Σημασιολογία
Ἐναλλάξ, κατ᾿ ἐναλλαγήν, ἀμοιβαίως, ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τοῦ συνωνύμου μετάλλαγα ἔνθ᾿ ἀν. : Ἕναν ἄλογον ἔχομες οἱ δύ ᾿μουν καὶ θὰ καβαλλ᾿κεύωμ᾿ ἀ ἄλλαγα μετάλλαγα (θὰ τὸ καβαλλικέψωμε κτλ.) Κοτύωρ. Ἄλλαγα μετάλλαγα καβαλλ᾿κεύομε τὸν γάιδρον Τραπ. Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA