ἀλλαΐζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαΐζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλλαΐζω Σῦρ. ᾿λαΐζω Σέριφ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλλάι.
Σημασιολογία
1) Ἀλλάσσω στροφὴν τῶν βοῶν κατὰ τὸ ἁλώνισμα, στρέφω αὐτοὺς ἀντιθέτως Σέριφ. : ᾿Λάισε τα τὰ βόδιˬα τὴν ἄλλη bάdα. 2) Φωνάζω πρὸς τὰ ἁλωνίζοντα ζῷα ἀλλάι!, ἤτοι παρορμῶ ταῦτα πρὸς ἀλλαγὴν στροφῆς Σῦρ. 3) Πλήττω τινὰ Σέριφ. : Θά σε ᾿λαΐσω! Συνών. δέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA