ἀλλοσινιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλοσινιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλλοσιˬνιάζω, ἀλλουσ᾽νιˬάζω Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀλλοσινιˬός.
Σημασιολογία
Λέγω λόγους ἀσυναρτήτους, παραληρῶ. Συνών. ἀλληλογῶ, ἀνεμολογῶ, ἀνεμομιλῶ, παραλαλῶ, παραλογιˬάζω, παραλογῶ, παραμιλῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA