ἁλυσιδι̮ὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλυσιδι̮ὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁλυσιδι̮ὰ ἡ, ἀμάρτ. ἁλυσιδκι̮ὰ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλυσίδι.
Σημασιολογία
Ἅλυσις: ᾎσμ. Ἐννε̮ὰ κλωστὲς χρυσᾶ γέρνει ‘πάνω τῆς τεφαλῆς της ταὶ δώδεκα ἁλυσιδκι̮ὲς δκι̮αμάσκαλα τὲς βάλ-λει (χρυσᾶ ἐνν. νομίσματα, δκι̮αμάσκαλα=ὑπὸ τὴν μασχάλην) Κύπρ. Συνών. ἰδ ἐν λ. ἅλυσι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA