ἀμπαριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπαριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμπαριˬὰ ἡ, Σῦρ. Χίος

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀμπαριˬάζω ὑποχωρητικῶς

Σημασιολογία

I) Συνήθως ἐν τῷ πληθ., δύο ὀπαὶ ἐπὶ τῆς ὀροφῆς εἰδικῆς ἀποθήκης, δι᾿ ὦν εἰσάγονται τὸ ἄχυρον καὶ οἱ δημητριακοὶ καρποὶ Σῦρ. Συνών. τρούλλα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Μαζαίικ.) II) Καύχημα, ἐπίδειξις διὰ τὴν σημ. πβ. ἀμπάριˬασα=ἐφούσκωσα, ὑπερεπλήσθην τροφῆς καὶ ἀρχ. φύσημα=φούσκωμα, ἀλαζονεία) Χίος: Ἀμπαριˬὰ τό ᾿χει (καυχᾶται ἐπὶ τούτῳ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/