ἀναβυζαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβυζαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβυζαίνω, ἀναβυζάνω Κεφαλλ. ἀναβυζαίνω Λεξ.Βλαστ. Δημητρ. ἀναβ’ζαίνου Στερελλ (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. βυζαίνω.
Σημασιολογία
᾿Αναδίδω ὑγρασίαν οἱονεὶ ἐξ ἀπομυζήσεως ἢ ἀπορροφήσεως, συνήθως ἐπὶ πορωδῶν σωμάτων ἔνθ' ἀν. : Αὐτὸς οὗ τοῖχους ἀναβ’ζαί’ νιρὁ Αἰτωλ. ᾿Αναβύζαξι οὕλους οὑ τόπους νιρό αὐτόθ. Συνών. ἀναβρύω 2β, ἀναδίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA