ἀναδροσίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδροσίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναδροσίζω ΑΚαμπάν. ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 133 ΑΜελαχριν. αὐτόθ. 245.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. δροσίζω.

Σημασιολογία

Παρέχω εἴς τινα δροσιάν, δροσίζω: Ποίημ. Ν’ ἀναδροσίσουνε τὴ γῆ ποῦ βαλαντώνει ὁ ἥλιˬος (ἐνν. ἡ δροσιὰ καὶ τὸ νερὸ) ΑΚαμπάν. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/