ἀναθεμάτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναθεμάτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναθεμάτι τό, ἀμάρτ. ἀνεθεμάτι Ἄνδρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ ἀνάθεμα.
Σημασιολογία
Ἡ βλασφημία τοῦ ἀναθέματος, κατάρα: Μαζεύει ἀναθεμάτιˬα ἡ ψυχή του (ἐπὶ ἀποθανόντος ὑβριζομένου). Συνών. ἀναθεματία, ἀναθεματίδι, ἀναθεμάτισμα, ἀναθεματισμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA