ἀναθρηνημὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναθρηνημὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναθρηνημός ὁ, ἀναθρημὸς Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναθρηνῶ ἀπὸ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. κρατῶ₋κρατημός, λυπῶ₋λυπημός, τρυγῶ ₋τρυγημὸς κττ. Τὸ ἀναθρημὸς καθ᾽ἁπλολογίαν.

Σημασιολογία

Θρῆνος, κοπετός: Γί’κ’ ὁ ἀναθρημός. Συνών. θρήνημα, θρηνημός, θρηνολόγι, θρηνολογιˬά, θρῆνος. κλάψιμο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/