ἀνακαπνέα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακαπνέα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνακαπνέα ἡ, Κάρπ. ἀνεκαπνέα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ἀνεκαπνιˬὰ Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Μύκ. Νάξ. (Κορων. κ. ἀ.) Σίφν. κ.ἀ -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. ἀνεκαπνὰ Κάρπ. Κάσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. καπνἐα, δι᾽ ὃ ἰδ. καπνιˬά.

Σημασιολογία

1) Καπνὸς ἀναδιδόμενος ἐκ καιομένης πυρᾶς Σιφν. κ. ἀ. Συνών. ἀνάκαπνη, καπνός. β) Ἐλάχιστον ἴχνος καπνοῦ Κρήτ. : Φρ. Ἀνεκαπνιˬὰ δὲν ἐφάνη (κἀνεὶς δὲν ἐφάνη). Ἀνεκαπνιˬὰ δὲν ἔχει (τίποτε δὲν ἔχει). ᾿Ανεκαπνιˬὰ δὲν ἀκούεται - δὲ ᾽γροικᾶται (δὲν ὑπάρχει ὁ ἐλάχιστος θόρυβος, ἐπικρατεῖ ἄκρα σιωπή). Περὶ τῆς σημ. ταύτης καὶ ὁμοίων φρ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,136. 2) Καπνώδης ἀναθυμίασις φαγητοῦ καιομένου εἰς τὴν χύτραν διὰ τὴν ἐξάντλησιν τοῦ ὕδατος Θἡρ. Κύθν. Μύκ. -Λεξ. Βλαστ.: Τὸ φάβα βγάζει ἀνεκαπνιˬᾶς (ἡ γενικ. ἐνταῦθα ἀντὶ τῆς αἰτιατ. κατὰ τὸ μυρίζει ἀνεκαπνιˬᾶς, ὃ ἰδ. κατωτ.) Θηρ. β) Ὀσμὴ καιομένου φαγητοῦ, λίπους κττ. Θήρ. κ. ἀ. Λεξ. Μπριγκ.: Τὸ φάβα μυρίζει ἀνεκαπνιˬᾶς Θήρ. 3) Ἡ αἰθάλη τῆς καπνοδόχου Θήρ. Κύθν. Νάξ. (Κορων.) κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ Ἤκαμε πολλὴ ἀνεκαπνιˬὰ ἡ καμινάδα καἰ πρέπει νὰ τὴν παστρέψω Κορων. Συνων. καπνιˬά, φοῦμος. 4)Καπνοδόχος Κάρπ. Κάσ.: ᾎσμ. Ὅντας ἔρχεσ’, ἀβραχνᾶ, | ἀπὸ τὴν άνεκαπνά,μέτρα τ’ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ | καὶ τὰ φύλλα τοῦ δεντροῦ Κάσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/