ἀνακάταλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακάταλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνακάταλλα ἐπίρρ. Ποντ (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. παρ᾿ Ἡσυχ. ἀναλκατάλλα, τοῦ ὁποίου τὸ ἑρμήνευμα «ἄνοσον κάτω» διορθώνεται «ἄνωθεν κάτω»=ἄνω κάτω. Τὸ λ ἀπεβλήθη κατ᾿ άνομ. Πβ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 71.
Σημασιολογία
᾿Ανάκατα, ὃ ἰδ.: Οὕλα τὰ έγιˬα μουνα ἀπέσ’ ’ς σ᾿ὁσπίτ᾽ ἀνακάταλλα τείντανε (ὅλα τὰ πράγματά μας μέσα εἰς τὸ σπίτι εὑρίσκονται ἄνω κάτω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA