ἀνάλειφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάλειφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάλειφτος ἐπίθ. Ποντ (Χαλδ.) ἄλειφτος Ποντ. (Σάντ. Τραπ.) -Λεξ.Γαζ. (λ. ἄχριστος) ἄλειφτους Μακεδ. ἄλειφος Ποντ. (Τραπ)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιδ. ἀλειφτὸς Τὸ ἄλειφτος ἄνευ συνθέσεως προσέλαβε σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ’Ιδ. ἀ- στερητ. 2 α. Τὸ ἄλειφος κατ᾿ ἐπίδρ. τοῦ ἀλείφω ἢ ἀλοιφὴ, δι᾿ ὃ πβ. ἀβαφτος-ἄβαφος, ἀγραφτος-ἄγραφος κττ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἀλειμμένος ἔνθ᾽ ἀν. : Ἔλειψες βούτορον τὸ ψωμί σ᾿;- ’Ανάλειφτον ἔφαγ’ ἀτο Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/