ἀναμμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναμμὸς ὁ, Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνάφτω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανάφλεξις Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μὶ τοὺν ἀναμμό π᾿ γι’κι ᾿ς τὰ χαμώκλαδα ἔπιˬασι οὕλους οὑ λόγγους. 2) Ὑπερβολικὴ θερμότης Στερελλ. (Αἰτωλ.): ’Αναμμὸς σήμιρα εἶνι ὄξου, καίει σὰ λαμπάδα οὑ ἥλιˬους. 3)Μεταφ. γενετήσιος ὀργασμός Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/