ἀναμπαμπουλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμπαμπουλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμπαμπουλιˬάζω, ἀναμπουμπουλιˬάζω ΑΛασκαράτ. Λύχν. 114 ἀναπουbουλιˬάζω Πελοπν. (Λάκων)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀναμπαμπουλιˬά.
Σημασιολογία
Ταράσσω, κάμνω ἄνω κάτω, ἀνακατώνω Πελοπν. (Λάκων) Καὶ ἀμτβ. ταράσσομαι, καταθορυβοῦμαι Αλασκαρᾶτ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀναμπουμπουλιˬάσανε καὶ ἐβγήκανε ἀπό τὰ σωστὰ τους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA