ἀνανταριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνανταριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Γένος
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνανταριˬάζω ΣΝ ικοκάβ. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 272 Μέσ. ἀνανταριˬάζομαι ΧΧρηστοβας. Διηγ. 72
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀνταριˬάζω.
Σημασιολογία
Ταράττω ΣΝικοκάβ. ἔνθ’ἀν.: Ποίημ. ᾿Αναπετε͜ιέται ὁλόρθο, τὴν πεδιάδα ἀνανταριˬάζει μὲ φωνὴ ποῦ σκιˬάζει. Μέσ. ταράσσομαι, θορυβοῦμαι ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν.: Ἄρχισε νὰ χτυπάῃ ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησιˬᾶς βαρεˬὰ βαρεˬὰ καὶ δυνατὰ δυνατά ’ς τὸν ἦχο τῆς καμπάνας ἀνανταριˬάστηκαν τὰ σκυλλιˬὰ κιˬ ο᾿ πιστικὀς τοῦ κοπαδιˬοῦ ποῦ κοιμώτανε βαρεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA