ἀναπάρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπάρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναπάρωτος ἐπίθ. Πελοπν. (Λάκων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀναπαρωτὸς<ἀναπαρώνω τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τῆς προπαροξυτονίας. Ἰδ ἀ- στερητ. 2 α.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τακτοποιηθείς, ὁ μὴ διευθετηθείς : Σπίτι ἀναπάρωτο. Συνων ἀσυγύριστος. 2) ’Επὶ ἀγροῦ, ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἀπὸ τοὺς λίθους: Χωράφι ἀναπάρωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA