ἀναπηδῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπηδῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπηδῶ Πελοπν.(Λακων.Μάν.)-Σζαμπελ.Πόθεν ἡ λ. τραγουδῶ 38-Λεξ. Βλαστ. ἀναπηδάω Πελοπν. (Λακων.)-ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 51 ἀναπ-πηδῶ Νισυρ ἀνεπηδῶ Κύθν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναπηδῶ.
Σημασιολογία
1) Σηκώνομαι ἐπάνω μὲ ὁρμὴν ΣΖαμπελ ἔνθ’ ἀν. ΚΠασαγιάν. ἔνθ’ ἀν.: Ἀναπηδάω, ρίχτω τὸ χέρι ’ς τὸ σελάχι, βγάνω τὴ δίκαννη πιοτόλα, τοῦ φωνάζω ΚΠασαγιάν. ἔνθ' ἀν. ǁ ᾎσμ. Κομπώστε καὶ ’ς τὰ πόδιˬα μου δυˬὸ σιδερένιˬες κλάππες νὰ ἰδῆτε πῶς ἀναπηδοῦν Ρωμαῖοι παλληκάριˬα (κλάππες=ποδοκάκαι) ΣΖαμπέλ. ἔνθ’ ἀν. 2) Πηδῶ Νισυρ Πελοπν. (Λακῶν)-Λεξ. Βλαστ.: ᾎσμ. Δίει βιτσεˬάν τοῦ μαύρου του, σὰν ἀστραπὴ πετε͜ιέται κιˬ ἀναπ-πηδᾷ βουν' ὥς βουνό, βραδυˬάζεται ’ς τὸν κάμπο Νισυρ 3) ’Αναβράζω, κοχλάζω Πελοπν.(Λακων. Μάν.): Τὸ αἷμα ἀναπηδᾷ. 4) Μετβ. κάμνω τι νὰ φουσκώσῃ Κύθν. : Ὁ φοῦρνος ἀνεπήδησε τὰ ψωμιˬὰ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA