ἀνάπλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάπλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνάπλα ἡ, (Ι) Κάρπ. Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ ἀνάπλι κατὰ τύπ. μεγεθυντικόν.

Σημασιολογία

1) Μάλλινον κλινοσκέπασμα ἔνθ’ ἀν. : Ἐσκεπάστηκε μὲ μιˬὰ ἀνάπλα Κρήτ. β) Ὕφασμα πλατὺ ἁπλούμενον ὑπὸ τὰς ἐλαίας καὶ ἀμυγδαλᾶς πρὸς εὐκολωτέραν συγκομιδὴν τοῦ διὰ ραβδισμοῦ καταπίπτοντος καρποῦ Κρήτ.: Στρῶσε τσ᾿ ἀνάπλες νὰ βγῶ νὰ ραβδίσω τσ᾿ ἐλα͜ιές. Συνών. λα͜ιοπάννα, λα͜ιόπαννο, λα͜ιοσέντονο 2) Μετων. γυνὴ μεγαλόσωμος καὶ χονδρὴ Καρπ. Συνών. χοντρέλλα ἢ χοντρέλλω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/