ἄναργος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄναργος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄναργος ἐπίθ. Α.Ρουμελ. (Καρ.) Ἤπ. ἄναργους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀργός.
Σημασιολογία
Ὁ βραδὺς εἰς τὰς κινήσεις του, νωθρὸς ἔνθ’ ἀν. : Τί ἀνάργους ἄνθρουπους ποῦ ᾿νι! Ζαγόρ. ǁ Παροιμ Ὁ ἄναργος κιˬ ὁ γλήγορος ἀντάμα γιˬοματοῦνε (ὁ σπεύδων κουράζεται ταχέως καὶ φθάνει εἰς τὸ τέρμα συγχρόνως μὲ τὸν βραδέως, ἀλλὰ κανονικῶς βαδίζοντα) Ἤπ. ǁ ᾊσμ. Ἄν ἔχῃς γρίβαν γλήγορον, προφτάνεις τὰ στεφάνιˬα, κιˬ ἂν ἔχῃς γρίβαν ἄναργον, προφτάνεις μέσ᾽ ᾽ς τὴν τάβλα Ἤπ. Κιˬ ἄν εἶν᾽ ἡ μαῦρος γλήγορος, γλήγορα θενὰ φτάσουν, κιˬ ἂν εἶν᾽ ἡ μαῦρος ἄναργος, ἀργὰ θενὰ φτάσουν Κὰρ. Συνών ἀγάληˬος, ἀργός, γαληνός, ὀκνός, ἀντίθ. γοργός, γρήγορος. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA