ἀναρριχτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρριχτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναρριχτὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀναρριχτὲς Σκῦρ. ἀναρρ’χτὸ τό, Σκόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναρρίχνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀμελῶς ἐρριμμένος καὶ οὐχὶ κατὰ τάξιν διευθετημένος Πελοπν. (Λάκων) Ἀναρριχτές πέτρες. β) Ἐπὶ ἐνδύματος, ὁ μὴ καλῶς φορούμενος, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐπιρριπτόμενος χωρὶς νὰ περάσῃ τις τὰς χειρίδας Σκῦρ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Βάλε τὸ παλτό σου ἀναρριχτό Λεξ. Πρω. Ἀναρριχτό εἶχε τὸ μαντήλι ᾿ς τὸ κεφάλι της Λεξ. Δημητρ. ‖ ᾎσμ. Γιˬὰ δές τενα ὅπ᾿ ἔρχεται, γιˬὰ δὲς ποῦ κατεβαίνει, τὸ μεντενέ τ᾿ άναρριχτὲ, τὴ ρούντα χτενισμένη (τενα=τονα, μεντενὲς=ἐπανωφόριον, ρούντα=ἡ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τῆς κεφαλῆς ἀφινομένη κόμη) Σκῦρ γ) Τὸ οὐδ. ἀναρρ’χτὀ οὐσ., κάλυμμα ἐπιρριπτόμενον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Σκόπ 2) Ἀνειμένος, καθειμένος, ἐπὶ κόμης Λεξ. Δημητρ.: Τὰ μαλλιˬά της ἀναρριχτὰ τῆς σκέπαζαν τοὺς ὤμους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA