ἀνασκουτεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκουτεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασκουτεύω Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. *σκουτεύω ἡ κατ᾿ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. σκουτί.
Σημασιολογία
᾿Ανακατεύω τὰ ἐνδύματα ἀναζητῶν τι : Τι’ ἀνασκουτεύεις ᾽ς τό φορτσέρι;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA