ἀνάστατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάστατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάστατος ἐπίθ. λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίὓ. ἀνάστατος=ὁ ἀποδιωχθεὶς ἐκ τῆς πατρίδος του ἢ ὁ ἐρημωμένος, ὁ κατεστραμμένος.

Σημασιολογία

1) Ὁ εὑρισκόμενος ἐν μεγάλῃ ταραχῇ, τεταραγμένος: Ὁ κόσμος ἔγινε ἀνάστατος. Ἔγινε ἀνάστατη ἡ γειτονιˬὰ μὲ τοὶς φωνές του. 2) Ὁ εὑρισκόμενος ἐν μεγάλῃ ἀταξίᾳ: Μᾶς ἔκαμαν ἀνάστατο τὸ σπίτι οἱ μουσαφίρηδες. Συνών. φρ. ἄνω κάτω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/