ἀναχυτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχυτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναχυτὸς ἐπίθ. Σκῦρ. -Λεξ. Βλαστ. 325 Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναχύνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ εὐκόλως καὶ κομψῶς πρὸς τὰ κάτω ἐκτεινόμενος, ὁ μετὰ χάριτος καθειμένος, ἐπὶ ἐνδύματος Λεξ. Δημητρ.: Ἀναχυτὸ ροῦχο. 2) Τὸ θηλ. ἀναχυτή, εἶδος βελονεˬᾶς τῆς ραφῆς καὶ τοῦ κεντήματος ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA