ἀνειρηνία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνειρηνία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνειρηνία ἡ, ἀνερηνία Μέγαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνείρηνος < εἰρήνη.
Σημασιολογία
Ἀνησυχία: Δὲ bόρετε νὰ τοιμηθῇ ὁ ἄμοιρος ᾽πὸ τοὺς πόνους, εἶχε μιˬά ἀνερηνία. Δὲ τοιμήθηκα ἀπόψε, ἤτανε ἀνερηνία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA