ἀνέμισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέμισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνέμισμα τό, (Ι) Θρᾴκ.(᾿Αδριανούπ.)Κεφαλλ. Κρήτ. Παξ. κ. ἀ.-Λεξ. Βλαστ. ἀνέμισμαν Κύπρ. Πόντ.(Κερασ. Τραπ.) ᾿νέμισμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεμίζω (Ι).
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀνεμίζειν τὸ παράγειν ριπὰς ἀνέμου Πόντ. Τραπ) 2) Καθαρισμὸς δημητριακῶν καρπῶν ἀπὸ τὰ ἄχυρα, λίχνισμα Κύπρ.-Λεξ. Βλαστ.! Τὸ ἀνέμισμάν μου ἐβάσταξεν δυˬό ἡμέρες Κύπρ. 3) Κίνησις, κυματισμὸς Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) 4) Τὸ νὰ διαισθάνεται ἢ νὰ προαισθάνεταί τις κἄτι Κρήτ. 5) Τὸ νὰ πέρδεταί τις ὑποκώφως, ἄνευ κρότου Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA