ἀνέντροπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέντροπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνέντροπος ἐπίθ. Πόντ (Κοτύωρ. Οὶν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)Λεξ.Πρω.(λ.ἀνεντρόπιˬαστος) ἀνέντρουπους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνέντροπος.
Σημασιολογία
Ἀναιδής, ἀναίσχυντος ἔνθ' ἀν. : Βαρέα ἀνέντροπος ἄνθρωπος ἔν᾽ (βαρέα=πολὺ) Ὄφ. ᾽Αΐκον ἀνέντροπον ἀνθρωπον ἄλλο ᾽κ᾿ εἴδα (τοιοῦτον ἀναίσχυντον ἄνθρωπον δὲν εἶδα πλέον) Τραπ. Ἀνέντροπον κατζὶν (πρόσωπον) Κοτύωρ. ᾿Ανέντρουπ’ ’ναῖκα Ζαγόρ. Λόιˬα ἀνέντρουπα αὐτόθ. ǁ Παροιμ. Τὸν ἀνέντροπον ἔφτυγαν κ’ ἐκεῖνος ἔλεεν, ὤχ, ντό καλὰ βρέ’ ὁ Θεός! (τὸν ἀναίσχυντον ἔφτυναν κ᾽ ἐκεῖνος ἔλεγε, ἆ. τί καλὰ βρέχει ὁ Θεός !) Σάντ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 353 (ἔκδ. Wagner σ. 153) «ἀνέντροπε, κοψόουρε, ἔβγα ἀπὸ τὴν μέσην». Συνών. ἀδιˬάντροπος, ἀναιδής, ἀναίσχυντος, ἀποδιˬάντροπος, ξεδιˬάντροπος, ξεσκισμένος (ἰδ. ξεσκίζω), ξετσίπωτος, ἀντίθ. ντροπαλός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA