ἀνήλικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνήλικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνήλικος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀνή’κους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνήλικος.

Σημασιολογία

Ὁ μικρὸς τὴν ἡλικίαν, ὁ παῖς ἔτι ἢ ὁ μὴ φθάσας εἰς τὴν λεγομένην νόμιμον ἡλικίαν, ἤτοι τὸ 21 ἔτος, διὰ νὰ ἐνεργῆ αὐτεξουσίως: Παιδὶ ἀνήλικο. Κόρη ἀνήλικη κοιν. || Φρ. Τὸ βρῆκαν ἀνήλικο τὸ καηˬμένο! (εἴρων. ἐπὶ ὰνθρώπου ἡλικιωμένου καὶ ἐξαπατηθέντος) πολλαχ ᾊσμ. Εἶμαι μικρὸ τὸ μαῦρο, μικρὸ κιˬ ἀνήλικο κιˬ ἀπὸ σεβdά δὲν ξέρω τὸ κακορρίζικο! Ἤπ. Ἔχω παιδάκιˬα ἀνήλικα, δὲν ξέρουν ’πὸ ντουφέκι αὐτόθ. Ποιημ Μὲ πέντε ἀνήλικα ὀρφανά, γυμνὰ καὶ πεινασμένα, ζητᾷ μιˬὰ χήρα διˬακονιˬὰ ᾽ς τὰ ἔρημα τὰ ξένα ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 19.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/