ἀνθοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀνθούσα ἡ, Ἄνδρ. Δαρδαν. Θρᾴκ. (Γέν.) - ΒΚριμπᾶ ᾿Αμπέλ. 13 καὶ 28 ἀθ-θοῦσα Ρόδ. Σίφν. Χίος (Μεστ.) ἀθοῦσα Αἴγιν. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. Περίστασ.) Προπ. (᾿Αρτάκ.)

Ετυμολογία

Ἡ ἀρχ. μετοχ τοῦ ρ. ἀνθῶ. ᾿Ιδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 180 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀνθίζουσα, ἀνθηρὰ Αἰγιν. Ἄνδρ Δαρδαν. Θρᾴκ. (Γέν.): Τοῦ βασιλὲ ὁ γιˬὸς πῆρε τά χωριˬὰ καὶ ἔτρεχε καὶ γύρευε τὴν ἀνθοῦσα. τὴν ξανθοῦσα, τὴ μακρομαλλοῦσα (ἐκ παραμυθ.) Γέν. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. γυναικὸς πολλαχ. καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνθοῦσες τοπων. Ρόδ. 2) Τὸ ἄνθος ὥρισμένων δένδρων ἢ φυτῶν (α) Τῆς κολοκύνθης Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Συνών. ἀνθούλλι 2. (β) Τῆς ἡμέρου συκαμινέας Θρᾴκ. (Περίστασ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) β) Ὁ ἐκ τοῦ τελευταίου ἄνθους τῆς ἐλαίας παραχθεὶς μικρὸς καρπὸς Σιφν 3) Τὸ ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ ἀνθρώπου ἐρυθροειδές στίγμα Θρᾴκ. (Αἶν.) 4) Ἀμπελος ἡ ὁποία ἀνθοφορεῖ μέν, ἀλλὰ δὲν κάμνει καρπὸν Ρόδ. κ. ἀ. - ΒΚριμπᾶ ἔνθ’ ἀν. β) Εἶδος σταφυλῆς Ἄνδρ Κύθν. Χίος (Μεστ.) κ. ἀ. 5) Εἶδος ἀγριοσύκου φυομένου ἐπί τῶν ἐρινεῶν Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/