ἀνοιγαρίτσιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιγαρίτσιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνοιγαρίτσιν τό, Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀνεγαρίτσιν Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀνοιγάρι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτσιν.
Σημασιολογία
Μικρὰ κλεὶς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ὁ κάστρος ἔτον σίδερον μὲ σίδερα δεμένον, τὰ παραστάρ τόντενα, τὰ πόρτας σιδερέν, τ᾽ ἀνοιγαρίτσ ’λόχρυσα, τὰ κλείδ ἀσημέν (παραστάρ=παραστάδες, τόντσενα=ὀρειχάλκινα) Κερασ. Συνών. *ἀνοιγαρόπουλλο, ἀνοιχταράκι, ἀνοιχταρούδι, κλειδάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA