ἀνοιξιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιξιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνοιξιˬὰ ἡ, Μύκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀ’ξιˬὰ Ἤπ. (Χουλιαρ.) Τῆν. ἀνοιξέα Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Τὸ οὐσ. ἄνοιξι παρεκταθὲν κατὰ τὰ εἰς –ία -ιˬά. Ὁ τύπ. ἀνοιξέα ἀναλογικῶς πρὸς τὰ εἰς -έα. Πβ. ἀναπνέα παρὰ τὸ ἀναπνο͜ιά, ἀνθρωπέα παρὰ τὸ ἀνθρωπιˬὰ κττ.
Σημασιολογία
1) Αἰθρία, καθ᾿ ἣν λάμπει ὁ ἥλιος Ἤπ. (Χουλιαρ.) Μύκ.: Ἔχουμε ἀ᾽ξιˬὰ σήμιρα Χουλιαρ. || Φρ. Χαρὰ Θεοῦ κι ἀνοιξιˬὰ (εὐχάριστος διὰ τὴν αἰθρίαν ἡμέρα) Μύκ. 2) Μέρος δάσους ἄρτι ἐκχερσωθὲν Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πβ. ἄνοιγμα 5. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνοιξιˬὲς καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 3) Βλάστησις, ἄνθησις Τῆν.: Τ᾿ ἀγρέλιˬα τ᾿νάζ'ν ἀ᾿ξιˬὰ (αἰ ἀγριελαῖαι βλαστομανοῦν). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄνοιξι 3. 4) Τὸ ἔαρ Πόντ. (Σάντ.): Ἀπ᾽άνοιξέας (κατὰ τὸ ἔαρ). Συνών. ἄνοιξι 4. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνοιξιˬὰ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἀνοιὰ Μακεδ. (Γκιουβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA