ἀντέννα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντέννα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντέννα ἡ, κοιν. καὶ Τσακων. ἀdέννα πολλαχ. ἀντίννα Ἀμοργ.

Ετυμολογία

Τὸ Λατ. Antenna. Ὁ τύπ.ἀντίννα καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ 16ου αἰῶν. Πβ. Ἀθηνᾶν 34 (1922) 156.

Σημασιολογία

1) Ἡ κεραία τοῦ ἱστοῦ πλοίου χρησιμεύουσα πρὸς ἐξάρτησιν τῶν ἱστίων κυρίως κοιν. καὶ Τσακων.: Δόντι ἀντέννας. Δένω ’ς τὴν ἀντέννα κοιν. Μακρὺς σὰν ἀντέννα Μεγίστ. Μωρὴ στραβὴ ἀντέννα! (ὑβριστικῶς πρὸς κεκυρτωμένην) Σῦρ. || Φρ. Δὲ στραβένει ἡ ἀντέννα του (δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ γίνῃ πτωχὸς) αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἔχω κιˬ, ἀντέννες μπρούντζινες κιˬ ἀτσάλινα κατάρτιˬα ἀγν. τόπ. β) Ἱστίον τετράπλευρον ἐν χρήσει εἰς μικρὰ πλοῖα Θρᾴκ. (Περίστασ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κάρπ. 2) Ἡ κεραία τοῦ ἀνεμομύλου πολλαχ. 3) Ἡ κεραία μηχανῆς πρὸς ἄντλησιν ὕδατος φέρουσα εἰς μὲν τὸ ἓν ἄκρον κάδον. εἰς δὲ τὸ ἕτερον βάρος τι πρὸς διευκόλυνσιν τῆς ἀντλήσεως Πελοπν. (Λακων. Μάν. κ.ἀ.) 4) Σύμπλεγμα ἐναερίως διατασσομένων ἀγωγῶν διὰ τὴν ἐκπομπὴν ἢ παραλαβὴν ἡλεκτρομαγνητικῶν κυμάνσεων ἐν τῷ ἀσυρμάτῳ τηλεγράφῳ καὶ τηλεφώνῳ σύνηθ. 5) Τὸ ὁριζόντιον ξύλον τοῦ ἐλαιομύλου τὸ ὁποῖον περιφέρει τὸ ἐζευγμένον ζῷον Τσακων. 6) Κλάδος δένδρου ἐξέχων .πρὸς τὰ ἀνω ὡς κεραία Ἄνδρ. 7) Μεταφ. σκέλος, ποὺς Πελοπν. (Λακων.) Μαν.): Μάζεψε τὲς ἀντέννες σου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/