ἀντεροβγάλτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντεροβγάλτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντεροβγάλτης ὀ, σύνηθ. ἀdεροβγάλτης Ἄνδρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄντερο καὶ *βγάλτης<βγάλλω. Διὰ τὴν σύνθεσιν πβ. μαχαιροβγάλτης, ψυχοβγάλτης.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐκβάλλων τὰ ἔντερα, ὁ ξεκοιλιάζων τὰ θύματά του, ἐπὶ κακούργων σύνηθ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 2) Ὁ προκαλῶν ἀναστάτωσιν τῶν ἐντέρων σύνηθ.: Τί ἀντεροβγάλτης εἶναι αὐτὸς ὁ ψάλτης! Ἀθῆν. Αὐτὸ τὸ ἄλογο-αὐτὴ ἡ ἅμαξα εἶναι ἀντεροβγάλτης Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Μωρέ, τί ἀdεροβγάλτης εἶν’ αὐτός; (περὶ ἀτμοπλοίου κινουμένου πολὺ) Ἄνδρ. 3) Εἶδος χαρτοπαιγνίου προκαλοῦντος γέλωτα Πελοπν.: Παίζουμε τὸν ἀντεροβγάλτη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA