ἀντηλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντηλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντηλιˬὰ ἡ κοιν. ἀdηλιˬὰ πολλαχ. ἀντ᾿λιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀντήλιˬα Ἤπ. Κῶς ἀdήλα Κύθηρ. ἀντηγιˬὰ Σίφν. ἀντινηλιˬὰ Νάξ. (Ἄνω Ποταμ. Φιλότ.) ἀdινηλιˬὰ Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ-οὐσ. ἀντήλιˬο δι᾽ ὃ ἰδ. ἀντήλιˬος, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬά. Τὸ ἀντήλιˬα ἐτονίσθη κατὰ τὸ συνών. ἀντήλιˬος 2γ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀντανάκλασις τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων εἴτε ἀπὸ στιλπνῆς τινος ἐπιφανείας εἴτε ἀπὸ τοίχου εἴτε ἀπὸ τοῦ ἐδάφους κοιν.: Κάνει πολλὴ ἀντηλιˬά. Μὲ πείραξε-μὲ βάρεσε ἡ ἀντηλιˬά. ᾿Εδῶ ἔρχεται ἀντηλιˬὰ καὶ δὲ. μπορῶ νὰ σταθῶ. κοιν. Ἔν᾿ πυρὰ ᾿δαχαμαί, ἐκάτσαμεν κοντὰ ’ς τὸν τοῖχον ποῦ π-πέφτει ὁ ἥλιˬος ’πάνω του τ’ ἔει ἀντηλιˬὰν Κύπρ. ’Σ τὸ σπίτι μας δὲ bαίνει ἥλιˬος, μὰ ἡ ἀdηλιˬὰ μᾶσε καίει Κρήτ. Συνών. ἀντηλιˬάδα 1, ἀντηλιˬαρίδα 2, ἀντήλιος 2 γ, ἀντιλαμπή, ἀντιλαμψίδα. 2) Ἡ ἀπ’ εὐθείας πτῶσις τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων Κρήτ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺ παίρ’ ἡ ἀντ᾿λιˬὰ κ’ εἶνι ζέστα σὶ τοῦτ᾿ τοὺ μέρους Αἰτωλ. 3) Τόπος προσβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων Κρήτ. Κῶς: Πάμε’ς τὴν ἀντήλιˬα Κῶς. Συνών. ἀντηλιˬακὸς 2, ἀντηλιˬαρίδα 1, ἀντήλιˬαρος, ἀντήλιˬος 2, προσηλιˬακὸ (ἰδ. προσηλιˬακός), λιˬακάδα. 4) Ὁ ὁρίζων Κύθηρ.: Στὴν ἀdήλα φαινόdαι γνέφηˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA