ἀντιμάννα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιμάννα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιμάννα ἡ, Πελοπν. (Τρίκκ. Κορινθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. μάννα.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τέκνων, τὸ ὁμοιότατον πρὸς τὴν μητέρα: Εὐτοῦνος εἶναι ἀντιμάννα. Μωρέ, ἀντιμάννα νὰ εἶναι! Πβ. ἀντιπατέρας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA