ἀντιψύχι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιψύχι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιψύχι τό, Πελοπν. (Λάστ) - ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 7 ἀdιψύχι Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντίψυχος.
Σημασιολογία
Δροσιστικὸν ποτόν, ἀναψυκτικὸν ἔνθ’ ἀν.: Παγωμένη εἶναι ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τῆς ἔβαλε ᾿ς τὰ χείλη λίγο ἀντιψύχι ἀπὸ τὸ πιˬοτὸ τοῦ παγουριˬοῦ ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA