ἀντρόσπιτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντρόσπιτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντρόσπιτο τό, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄντρας καὶ σπίτι.

Σημασιολογία

Οἰκία ὅπου κατοικοῦν μόνον ἄνδρες. ᾿Αντίθ. γυναικόσπιτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/