ἀξέσπαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξέσπαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξέσπαστος ἐπίθ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) -ΚΠαλαμ. ᾽Ασάλ. ζωὴ2 73-Λεξ. Μ.’Εγκυκλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεσπαστὸς<ξεσπῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐκσπασθεὶς ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Βόσκεις ἀξέσπαστους θυμοὺς καὶ κρατημένα μίση ΚΠαλαμ. ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA