ἀπάνω-ἀποκάτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάνω-ἀποκάτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπάνω-ἀποκάτω ἐπιρρ. ἐπάν᾽-ἐπουκὰ Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.) ἀπάν᾽-ἐπουκὰ Πόντ. (Ὄφ.) ἀπάν᾿-ἀπουκὰ Πόντ. (Οἰν.) ἀπάν᾿-ἀφκὰ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπαναφκὰ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ ἀποκάτω.
Σημασιολογία
1) Ὅλως διόλου, ἑξ ὁλοκλήρου: Ἐγέντουμουν τουρούλ’ ἐπάν’-ἐπουκὰ (τουρούλ’=διάβροχος) Ὄφ. Ἀπάν᾿-ἀφκὰ ἐπούλτσεν ἀτο ἐμὲν Χαλδ. 2) Περίπου, σχεδόν: Τὸ κακὸν ντὸ θὰ ἐπαθάννα ἀπάν᾿-ἀφκὰ ἔξερ’ ἀτο Χαλδ. Συνών. ἀνω-κάτω 2, ἀπάνω-κάτω. 3) Φύρδην μίγδην: Τ᾿ ὁσπίτιν ἐποῖκαν ἀπάν᾿-ἀφκὰ (τὸ ἀνεστάτωσαν) Κερασ. Ἡ καρδία μ᾿ ἀπάν’-ἀφκὰ ἐέντον (ὁ στόμαχός μου ἔγινεν ἄνω κάτω, ὑπέστην στομαχικὴν διατάραξιν) Χαλδ. || Φρ. Ἀπάν᾿-ἀφκὰ ἐποῖκα ἀτον (τὸν ἀνεστάτωσα, τὸν ἀπεστόμωσα ἐλέγξας αὐτὸν) Κερασ. Συνών. ἄνω-κάτω 4. 4) Οὐσ. κατ᾿ οὐδ. γέν., εἶδος γυναικείου ἀναδέσμου τοῦ ὁποίου τὰ ἄκρα περιθέοντα τὰς γνάθους καὶ ἐπανερχόμενα διὰ τῆς κάτω σιαγόνος συνδέονται ἐπὶ τῆς κορυφῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA