ἀπανωβάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωβάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπανωβάνω σύνηθ. ἀπανουβάνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ’πανωβάνω Πελοπν. (Γέρμ. Μάν. Οἰν.) ’πανουβάνου Ἤπ. ἀπανωβάλλω Κρήτ. (Κίσαμ. Κυδων. Σέλιν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ ρ. βάλλω παρ’ ὃ καὶ βάνω. Ἡ μετοχ. ἀπανωβαλμένος καὶ παρὰ Βλαχ.
Σημασιολογία
1) Βάλλω ἐπί τινος, ἐπιθέτω Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.): ’Πανουβά’ κὶ τοὺ θ’κό μ᾽ τ᾽ ἄλισμα ’ς τὰ μ᾽ σουσάμαρα τ᾿ γουμαριˬοῦ Ἤπ. 2) Αὐξάνω, ὑπερβάλλω Ἤπ. Πελοπν. (Αἴγ. Γέρμ. Μάν): Ὁ μπακάλης τ᾿ ἀπανωβάνει τὰ ψώνιˬα ᾽ς τὸ δεφτέρι (γράφει ψευδῶς περισσότερα τῶν πραγματικῶν) Αἴγ. Τ’ ἀπανωβάνεις τὰ λόγιˬα Γέρμ. Συνών. ἀπανωγράφω. 3) Προσφέρω περισσότερα ἐν πλειστηριασμῷ, πλειοδοτῶ Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν. Οἰν.): ᾽Επανώβαλε dὸ χωράφι καὶ τὸ πῆρε Κρήτ. Ἀπανώβαλε ᾿ς τὸ δεῖνα χτῆμα αὐτόθ. ’Πανώβαλε καὶ τοῦ πῆρε τὸ σπίτι Μάν. Συνών. ἀβαντζάρω Α2, ἀβγατίζω Β1β, ἀναβαντζάρω 1, ἀνεβάζω Α5, ἀνεβατίζω 3. 4) Διεγείρω, ἐρεθίζω τινὰ ἐναντίον τινὸς Ἤπ. Ἰόνιοι Νῆσ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Παξ. Πελοπν. (Λακων.) –Λεξ. Κομ: Τσοὺ ἀπανωβάνουνε οἱ γειτόνοι καὶ ἔτσι gρινιˬάζουνε ἀναμεσό τους Κεφαλλ. Ἀπανωβάνουνε τὸ Μανόλη νὰ μὲ σκοτώσῃ Κρήτ. Ἀπανωβάνει ὁ πάππους τους καὶ δέρνουν τὸν πατέρα τους ᾽Ιόνιοι Νῆσ. Αὐτὸς ἀπανωβάλθηκε νὰν τὰ εἰπῇ αὐτὰ Παξ. Συνών ἀγγρίζω 1, ἀγριώνω 1, ἀναγγρίζω Α1, ἀναγκάζω Α2, ἀναγριώνω 1, ξαγγρίζω, ξαναγγρίζω, παραγγρίζω. 5) Παραπείθω Κρήτ. Κύθηρ.: Τὸν ἐπανωβάλανε καὶ δὲν ἐπῆρε dὴ gωπελλιˬὰ Κρητ. Ἀπανωβάλανε τὸ φαμέγιˬο μου νὰ μοῦ φύγῃ αὐτόθ. 6) Ἀποπλανῶ, παρασύρω Μῆλ. Συνών. ξελογιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA