ἄπαστρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπαστρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπαστρος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) ἄπαστρους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἄσπαστρος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. (Appendix).
Σημασιολογία
1) Ἀπάστρευτος, ὃ ἰδ., σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Ἄπαστρο ἄλεσμα-μαγερε͜ιὸ κττ. Ἄπαστρα ἀγγε͜ιὰ-χέριˬα κττ. πολλαχ. || Ποίημ. Καὶ νὰ σκορποῦν δὲ θὰ θυμοῦνται οἱ χοῖροι τ’ ἄδετα τὰ χερόβολα μὲ τ’ ἄπαστρό τους στόμα ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 17. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. Η 3,20 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «ἄσπαστρον... σαχλόν, ἀνάλατον, βρομιάριν». 2) Ὁ μὴ ἀγαπῶν τὴν πάστραν, ὁ μὴ ἐπιμελούμενος τῆς καθαρειότητος, ἀφιλόκαλος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἄπαστρος ἄνθρωπος. Ἄπαστρη γυναῖκα-νοικοκυρὰ κττ. σύνηθ. 3) Μεταφ. πονηρὸς Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA