ἀπερίγραφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπερίγραφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπερίγραφτος ἐπίθ. λόγ. ἐνιαχ. ἀπερίγραφος Ἀθῆν. (παλαιότ.) -Ἀρχ. Μακρυγ. 2, 154
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀπερίγραπτος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ περιγραφῇ, ὁ ἀνώτερος περιγραφῆς, ἀσύγκριτος, ὑπέροχος: Ἔχουν τὰ μάτια της λάμψι ἀπερίγραφη Ἀθῆν. Ἀπερίγραφη γενναιότητα Ἀρχ. Μακρυγ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Πότε θά ᾽ρθῃ ἐκείν’ ἡ ὥρα, | ἡ ἀπερίγραφτη στιγμὴ ποῦ θὰ βάλουμε στεφάνι | ’ς τὴν ὡρα͜ιά μας κεφαλὴ Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA