ἁπλάδενα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλάδενα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁπλάδενα ἡ, Ζάκ. Θήρ. Κεφαλλ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Λευκ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Σίφν. ἁπλαδένα Κεφαλλ. ᾿πλαδένα Πελοπν. (Μεσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁπλάδα κατὰ σύμφυρ. μετὰ τοῦ οὐσ. πιˬατένα, ὃ ἐκ τοῦ Ἐνετ. piadena, δι᾿ ὃ ἰδ. GMeyer Neugr. Stud. 4, 12. Ἡ λ. μαρτυρεῖται ἤδη τὸ 1625. Ἰδ. ΙΒογιατζίδ. Ἀμοργ. 77 «δώδεκα ἁπλαδένια καὶ τρεῖς ἁπλάδενες μεγάλες».
Σημασιολογία
1) Ἐπιτραπέζιον σκεῦος ἐκ πορσελάνης ἢ πηλοῦ χρησιμοποιούμενον ἰδίᾳ πρὸς κένωσιν τοῦ φαγητοῦ καὶ παράθεσιν ἐπὶ τῆς τραπέζης Θήρ. Κεφαλλ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Λευκ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Πελοπν. (Λακων.) Σίφν.: Φέρ᾿ τὴν ἁπλάδενα νὰ βάλω τὰ μακαρόνιˬα Θήρ. Κένωσε τὸ φαεῖ ᾿ς τὴν ἁπλάδενα Ἀπύρανθ. Φέρ᾿ τὴν ἁπλάδενα νὰ βάνουμε τὸ φαεῖ Λευκ. Γεμίζει μιˬὰν ἁπλάδενα ζουμὶ Ἀπύρανθ. Κένωσε ᾿ς τὴν ἁπλάδενα ποῦ βάνει bόλικο φαεῖ Κρήτ. Θὰ σοῦ δώσω κἀμμιˬὰ ᾽ς τὴν κεφαλὴ νὰ σοῦ τὴν κάμω ἁπλάδενα! (ἀπειλὴ) Σίφν. || ᾎσμ. Τὴ φτεροῦγα καὶ τὸ πέττο | κ᾿ ἓξ ἁπλάδενες μπουρδέττο (ἐπὶ πολυφάγου. πέττο=στῆθος, μπουρδέττο=εἶδος φαγητοῦ) Λευκ. Συνών. ἁπλάδα 2γ, πιˬάττα, πιˬαττέλλα, πιˬαττέρα, πινάκα, πινακιˬά, τσανάκα. 2) Συνεκδ. τὰ τὴν τρίτην ἡμέραν ἀπὸ τοῦ θανάτου παρασκευαζόμενα κόλλυβα (διότι κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην τὰ παρασκευαζόμενα κόλλυβα εἶναι τοσαῦτα, ὥστε νὰ περιλαμβάνωνται ἐντὸς τοιούτου ἀγγείου) Λευκ. 3) Σκεῦος πλεκτόν, καθὼς κάλαθος, μὲ χείλη βραχέα πρὸς ἐναπόθεσιν ἰδίᾳ ἰχθύων Ζάκ. Συνών. πανέρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA