ἁπλοχέριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλοχέριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπλοχέριστος ἐπίθ. Βιθυν. Πελοπν. (Ὀλυμπ. κ.ἀ.) ἁπλοχέριγος Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν. Μάν. Τριφυλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἁπλοχεριστὸς<ἁπλοχερίζω τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τῆς προπαροξυτονίας Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ παρέχων τὰ ἑαυτοῦ εὐκόλως, φειδωλός, φιλάργυρος Πελοπν.: Μὴ φαντασθῇς πῶς θὰ βγάλῃς τίποτα ἀπ᾽ αὐτόν, εἶναι ἄνθρωπος ἁπλοχέριστος. Συνών. ἀκριβὸς Α1β, συμμαζωχτός, σφιχτός, σφιχτοχέρης. Ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἁπλοχέρης 1. 2) Ὁ μήπω μεταπλασθεὶς εἰς ἄρτους, ἐπὶ τοῦ ἐξ ἀλεύρων φυράματος Πελοπν. (Τριφυλ.) β) Καθόλου ἐπὶ ζύμης ἢ ἄρτου, ὁ μὴ ὑποστὰς τὴν χυμικὴν ζύμωσιν Βιθυν. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν. Μάν. Ὀλυμπ.): Τὸ ψωμὶ εἶναι ἀκόμα ἁπλοχέριγο Μάν. Τὸ ψωμὶ εἶναι ἁπλοχέριστο Ὀλυμπ. Συνών. ἄγινος 1, ἀγίνωτος 2, ἀμπάητε, ἄμπατος 2β, *ἀνανέβαστος 2, ἀνανέβατος 1, λειψανάβατος ἢ λιπανάβατος, λειψός, ἀντίθ. ἀνακουφωτὸς 2, ἀνεβασμένος, ἀνεβατὸς Α1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA