ἀπὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπὸ ἐπίρρ. Θήρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λεντεκ. κ.ἀ.) ἀπὸς Κρήτ. ἀπὲ σύνηθ. καὶ Τσακων. ᾽πὲ Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) ἐπὲ Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Σῦρ. ἀπὰ Μῆλ. ἀπὲν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀπὶ Χίος (Μεστ. Πυργ. κ.ἀ.) ἀπέτα Θρᾴκ. (Αἶν.) ᾿πέτα Ἴμβρ. Λέσβ. ’πετὰ Λέσβ. ταπὲ Λέσβ. ἀπόι Κάρπ. Κρήτ. κ.ἀ. ἀπόις Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) ἐπόι Κρήτ. (Σφακ.) ἀπέι Πελοπν. (Μάν.) Χίος ἀπέι Πελοπν. (Μάν.) ἀπιὸ Θήρ. ταπιὸ Θήρ. Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Ἡ ἐπιρρηματ. χρῆσις τῆς ἀπὸ προῆλθεν ἐκ φράσεων χρονικοῦ προσδιορισμοῦ, οἷον: ἀπὸ τότε , ἀπὸ χτὲς κττ., καθὰ ἡ αὐτὴ χρῆσις τῆς προθ. μετά. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπετ. Φιλοσ. Σχολ. Θεσσαλον. 1 (1927) 28 κἑξ. Ὁ τύπ. ταπὲ ἢ ἐκ τοῦ πετὰ κατὰ μετάθεσιν καθὼς καὶ ὄνειρο-εἴνορο, ἢ ἐκ τῆς ἐνάρθρου ἐκφορᾶς τ᾿ ἀπέ, καθὰ ὁ ἑπόμενος τύπ. ταπιό. Ὁ τύπος ἀπέι κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ Ἰταλ. poi λεγομένου ἄλλοτε παρ᾽ ἡμῖν συνηθέστερον. Κατὰ τὸν Pernot οἱ τύπ. ἀπέ, ἀπέι προέρχονται ἐκ τοῦ ἀπέκει-ἀπέει, καθὰ παιδάι ἐκ τοῦ παιδάκι κλπ., περὶ οὗ ἰδ. Λαογρ. 7 (1923) 295. Ἡ μετὰ τοῦ συνδ. καὶ συνεκφ. δεικνύει ὅτι ἡ οὕτως εἰσαγομένη πρότασις ἐκφέρεται ὡς ἄμεσος ἀκολουθία τῆς προηγουμένης προτάσεως. Ἰδ. ΚἈμαντ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 135.
Σημασιολογία
1) Μετὰ τοῦτο, ἔπειτα, ὕστερον σύνηθ.: Πήγαινε ἐκεῖ κι ἀπὲ βλέπομε τί θὰ γίνῃ. Ἂς το’ ’ξερα τότε κι ἀπὲ ἤξερα νὰ σὲ διορθώσω. Νὰ φάμε κι ἀπὲ φεύγεις. Νά ’ρθῃς ἐδῶ κι ἀπὲ νὰ πᾶς ἐκεῖ σύνηθ. Κι ἀπὸ εἶdα 'πόγινε; Θήρ. Πήγαμε ᾿ς τὸ χωράφι, ἀπὸ τηρᾶμε γιὰ σύνεργα Βούρβουρ. Ἔρχονται πρῶτοι ἑφτὰ γιοὶ καὶ ἀπὸ δεύτερος ἔρχεται ὁ δεῖνα Λεντεκ. Πήγαινε κι ἀπὸ ἔρχομαι αὐτόθ. Ἠφερτάρανε, ἀπὲ δώνει πάλι μιὰ καὶ κουλουριάζεται ᾿ς τὸ σοφᾶ (ἐνν. τὸ φίδι. Ἐκ παραμυθ.) Νάξ. Ἦρθε, ἀπὲ μ᾽ ἐχτύπησε Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ὅλο γρίνιαζε χτὲς τὸ βράδυ, ἀπὲ ἤκλαιε Σῦρ. Ἔκατσα ἕως ποῦ ἐσκαπέτησαν μὲ τὰ μπαϊράκια τους, ἀπὲ ἐκατέβηκα κάτου Πελοπν. Ἀπὲ θὰ βάλῃς τὰ νήματα μέσα νὰ χώνωνται καλὰ Σκῦρ. Ἀπὶ κάμνει τὸ νυφικᾶτο τσαὶ κουκουλλώνεται (καὶ νυμφεύεται) Χίος Ἀπὲ τί ἔγινε; Πάρ. Κι ἀπὲ ντά θὰ γίνῃ ἡ μάννα σου; Μῆλ. Κι ἀπὲ βάλε τὴν κάνουλα ᾿ς τὸν πίρο Πελοπν. (Σουδεν.) Φάγαμαν κι ἀπὲ φύγαμαν Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γέμωσες τὴν καρδάρα γάλα κι ἀπὲ τὴν κλότσησες Πελοπν. (Ἄργ.) Ὁ Χριστὸς πρῶτα βλόησε τὰ γένεια dου κι ἀπὲ τῶ μαθητάδω dου Μῆλ. Ἀπὶ βραδυάζ-ζει Χίος. Τσαὶ ἀπὶ φοβούντανε αὐτόθ. Πήγαμε ᾽ς τ᾽ ἀμπέλι, ταπιὸ φάγαμε σταφύλια Σαρεκκλ. Ἡ Γκιουζὲλ-ντουνιὰ καὶ τὸ παλλ’κάρ’ ἔλλαξανα καὶ στολίσκανα, ταπιὸ... γυρίζ’ ἡ Γκιουζὲλ-ντουνιὰ καὶ λέγ’ τὰ παιδιὰ (ἐκ παραμυθ.) Γέν. Βγάζ’ τοὺ λάζου καὶ ννὴ τ᾽νάζ᾿ μιὰ ’ς τὴ gαρδιὰ καὶ ννὴ ρίχιν’ κάτ’ κι ἀπέτα σου βγῆκι κ᾽ ἔφ’γι (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. Τσιράτσι, ταπὲ εἶπι γιὰ τί δ᾽λειὰ ἦρτι (ἐκ παραμυθ.) Λέσβ. Σφάζουν ἕνα ὀζῷ... βρίσκουν ἕνα δοκάρι μὲ δυὸ χαλοὺς καὶ τὸ περάσανε ᾿κειὰ κι ἀπὸς τὸ στέσανε ’ς τὸ πέρασμα ποῦ περνᾷ ὁ ὄφις (ἐκ παραμυθ.) Κρήτ. Ἔδε κωπέλλα ποῦ ’μαι κι ἀπὸς μὲ bέbουνε ᾿ς τὸ νερό! αὐτόθ. Τὴ bάει ’ς ἕνα σπίτι καὶ τὴν ἀφίνει κι ἀπόι τσῆ λέει αὐτόθ. Τρώει πρῶτα τσαρδέλλες κι ἀπιὸ μοῦ θέλει γιατρικὰ Θήρ. || ᾌσμ. Μη μοῦ τὰ ᾿ρίζεσαι κ’ ἐγὼ σὰν ψόματα τὸ λέω, κι ὥς τὸ ταχὺ θὰ τραουδῶ μὲ σὲ κι ἀπὲ θὰ φύω (᾿ρίζεσαι=συνερίζεσαι) Κῶς Ἔτσι τὸ ζάρετε οἱ ἀετοί, τὸ δέντρο ν᾿ ἀγαπᾶτε, ὥσπου νὰ φάτε τὸν καρπὸ κι ἀπὲ τὸ λησμονᾶτε (ζάρετε=συνηθίζετε) Θρᾴκ. (Αἶν.) Πές μου σημάδια τοῦ κορμιοῦ κι ἀπὲ νὰ σὲ πιστέψω Ἤπ. Νὰ σ᾽ ἀγκαλιάσω πατρικά κι ἀπὲ νὰ ξεψυχήσω Μῆλ. Ἀφῆτε με νὰ ζᾶς ἐποῦ κι ἀπέι μὲ σκοτώνετε (νὰ ζᾶς ἐποῦ=νὰ σᾶς πῶ) Πελοπν. (Μάν.) Ἐμεῖς δὲν ἐγεννήσαμε, | ἐμεῖς δὲν ἀνεστήσαμε κι ἀπέι δὲν τὰ λυπήθημα; αὐτόθ. β) Ἐρωτηματικῶς πρὸς δήλωσιν ἀδιαφορίας ἢ ὅτι οὐδὲν πρόκειται νὰ συμβῇ μετὰ τὴν προηγουμένην πρᾶξιν σύνηθ.: Ἔφερα νερό. - Κι ἀπέ; Πέθανε ὁ πατέρας του. - Κι ἀπέ; γέρως ἤτανε. - Κι ἀπὲ τί μ’ αὐτό; σύνηθ. Κι ἀπὸς εἶdα μὲ νοιάζει; Κρήτ. 2) Καθόλου πρὸς δήλωσιν ἀντιθέσεως Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Κυδων. Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ. ἀ.) Σῦρ. Τῆν. κ.ἀ.: Ἀπέ, ἂν εἶσαι κουτός, τί νὰ σοῦ κάνω; Καλάβρυτ. ’Πὲ ἦταν ἰδῶ προτοῦ (ἀλλ’ ἦτο ἐδῶ...) Ἄνδρ. (Κόρθ.) ’Πὲ ἀκούω τ᾽ bόρτα! αὐτόθ. Εἶναι καλὰ νὰ λουγιάζ' τ᾽ δ’λειά τ’, ἀπὲ σὰ δὲν ἔχ᾽ μνυαλὸ τσὶ φ’τρών᾽ ἔιτσει π’ δὲν dοὺν σπέρνιν, τί νὰ τοὺν κάνου ἰγώ; Κυδων. β) Ἰδίᾳ πρὸς δήλωσιν ἀντιθέσεως ἐν ἀναφορᾷ πρός τι, ὡς πρός, ὅσον ἀφορᾷ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Κλών.) κ.ἀ.: Ἰσὺ νὰ εἶσι καλὰ κι ἀπὲ ἰγὼ ὅπους κι ἄν εἶμι δὲν πειράζ’ Ζαγόρ. Αὐτον κοίταξι νὰ τοὺν σλαρώῃς κι ἀπὲ τοὺν δεῖνα τοὺν καταφέρου ἰγὼ (σλαρώῃς=στελιαρώσῃς, μαστιγώσῃς) αὐτόθ. Ὁ δεῖνα εἶνι καλός, κι ἀπὲ ὁ δεῖνα (ἐνν. μὴ ρωτᾷς δὲν εἶναι καλὸς) Κλών. Ὄμορφ᾿ εἶμ᾽ ἐγώ, κι ἀπὲ σύ. Ἤπ. 3) Πρὸς δήλωσιν προσθήκης λόγου σπουδαιοτέρου, σοβαρωτέρου, ἐκτὸς τούτου, ἐξ ἄλλου Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Σῦρ. Τῆν. κ.ἀ.: Ἀπὲ γλυκὰ εἶναι τὰ λεφτά, γιατί τά ’χω ᾿γὼ κοbοδέματα! Ἄνδρ. (Κόρθ.) Ἐπὲ δὲν εἶναι ὥρα Σῦρ. Ταπιὸ γελᾷς κι ὅλα Σαρεκκλ. Λείψανε τὰ σταφύλια τσ᾿ ἀπὲ πρὶ τὰ πασκάσωμε (καὶ μάλιστα πρὶν τὰ δοκιμάσωμεν) Τῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA