ἀπόβαλμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόβαλμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόβαλμα τό, Α. Ρουμελ (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Μάν.) ἀπόβαλμαν Πόντ. (Τραπ.) ἀπόβαρμα Λέσβ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.) ἀπόβαρμαν Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποβάλλω.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ ὑφάσματος ἐξασθένωσις τοῦ χρώματος, ἀποχρωματισμὸς Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ξεθώριασμα 2) Τὸ προερχόμενον ἐξ ἀποβολῆς, ἐξ ἐκτρώσεως, ἔκτρωμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λέσβ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.): Ἄιdε βρὲ ἀπόβαρμα! (ὀνειδιστικῶς) Ἀκαρναν. Συνών. ἀποβαλσίδι | ἀπόρριμμα. 3) Ἀποβολή, ἔκτρωσις Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. ἀπόβαλσι, ἀποβάλωμα, ἀποβάλωσι, ἀποβολή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/