ἀπόγαλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόγαλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόγαλα τό, Λεξ. Αἰν. ἀπόγαλο Πελοπν. (Λάκων) ’πούαλο Ρόδ. ’πουάλο Ρόδ. (Ἀπόλλ.) ἀπόαλος ὁ, Ρόδ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπόγαλα=γαλακτώδης χυμὸς σίτου, ἄμυλον.
Σημασιολογία
1) Τὸ γαλακτῶδες ὑγρὸν τὸ διαρρέον ἐκ τῆς σακκοῦλλας νωποῦ τυροῦ ἢ ὀξυγάλακτος Πελοπν. (Λακων.) Πβ. ἀπογαλάρμη, ἀπογαλάρμι, τυρόγαλα. 2) Ὑπόλειμμα, κατακάθισμα γάλακτος Λεξ. Αἰν. 3) Ἀφρὸς βράζοντος γάλακτος Ρόδ. (Ἀπόλλ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA